- ψυχοφαρμακολογία
- η, Ν(φαρμ.) κλάδος τής φαρμακολογίας που ασχολείται με την παραγωγή και με τη μελέτη τού μεταβολισμού και τών ενεργειών καθώς και με τη χρήση τών φαρμάκων τα οποία ασκούν δράση στο σύνολο τών ψυχικών μηχανισμών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychopharmacology (< ψυχή + φαρμακολογία)].
Dictionary of Greek. 2013.